- βλοσυρωπός
- βλοσυρωπός, -ή, -όν (AM)ο βλοσυρώπης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλοσυρωπός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρωπόν — βλοσυρωπός masc/fem acc sg βλοσυρωπός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
γοργωπός — γοργωπός, όν (Α) αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωπός* (πρβλ. αγριωπός, βλοσυρωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek